O Ξέρξης ο
ξιφίας γύρισε μια μέρα πολύ στενοχωρημένος από το σχολείο του. Δεν έφαγε τίποτα
για μεσημεριανό και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Αυτό ήταν πράγματι παράξενο γι'
αυτόν, αφού όλοι γνώριζαν πόσο λιχούδης και γελαστός ήταν.
Η μαμά του, λοιπόν, επειδή κατάλαβε πως κάτι σοβαρό
του συμβαίνει, μπήκε σιγά σιγά στο δωμάτιό του και τον βρήκε να κλαίει
ξαπλωμένος στο κρεβάτι του.
— Τι έχεις αγοράκι μου; ρώτησε, παίρνοντάς τον
αγκαλιά.
— Αχ, μανούλα μου... Όλοι στο σχολείο με κοροϊδεύουν
για τη μεγάλη σουβλερή μου μύτη! Με φωνάζουν μυτόγκα και δε θέλουν να παίζουν
μαζί μου, γιατί φοβούνται, λένε, πως θα τους χτυπήσω... Ούτε κανείς κάθεται
μαζί μου στο ίδιο θρανίο, για να μην του σκίσω, λένε, την ποδιά... Κι όλο
χαζοαστεία κάνουν με την μύτη μου: Προχτές, ας πούμε, που έβρεχε, ήρθαν όλοι με
ένα μανταλάκι στο χέρι κι όταν τους ρώτησε η δασκάλα μας τι το θέλανε, βάλανε
τα γέλια και της απαντήσανε πως θα κρεμούσαν τα βρεγμένα ρούχα τους στη μύτη
μου να τα στεγνώσουν! Χτες πάλι, όταν στο μάθημα της ιστορίας ρωτούσε η δασκάλα
πώς βυθίστηκε ο Τιτανικός, πετάχτηκε το μελανούρι και φώναξε περιπαιχτικά:
Μήπως περνούσε ο Ξέρξης από δίπλα του; Κι όλοι σκάσανε στα γέλια! Αλλά το
χειρότερο έγινε σήμερα: Όταν με ρώτησε η δασκάλα τι δώρο θέλω να μου φέρει ο
Αϊ-Βασίλης, πριν προλάβω ν' απαντήσω, άρχισαν όλοι να φωνάζουν: Ένα τεράστιο
άσπρο σεντόνι! Ένα τεράστιο άσπρο σεντόνι! Και γιατί, παρακαλώ, σεντόνι; ρώτησε
απορημένη η δασκάλα. Για να σκουπίζει τη μύτη όταν συναχώνεται... φώναξαν τα
παλιόπαιδα και τρελάθηκαν στα γέλια... Αυτό ήταν, δεν αντέχω άλλο! Δε θα
ξαναπάω σχολείο ποτέ πια, είπε ο Ξέρξης και ξανάρχισε να κλαίει.
— Αυτό θα είναι πολύ κουτό από μέρους σου, μικρέ μου,
του είπε η μαμά του, γιατί έτσι ούτε γράμματα θα μάθεις, ούτε και την αξία της
μύτης σου θα αποδείξεις!
— Και τι αξία μπορεί να έχει η τεράστια, σουβλερή μου
μύτη; ρώτησε ο Ξέρξης, σταματώντας αμέσως το κλάμα του.
— Αυτό θα σε
αφήσω να το ανακαλύψεις μόνος σου, όταν έρθει η κατάλληλη ώρα...
[…] Την άλλη μέρα ο Ξέρξης ξεκίνησε αποφασιστικά για
το σχολείο του, όταν, στα μισά του δρόμου, άκουσε σπαραχτικές φωνές να καλούν
σε βοήθεια και οι φωνές αυτές έρχονταν ακριβώς από τη μεριά του σχολείου! Δίνει
μια με τη δυνατή ουρά του, χιμάει σαν βολίδα μπροστά, πλησιάζει και τι να δει;
Ένα πελώριο δίχτυ, αυτό που οι άνθρωποι λένε «τράτα», σάρωνε χωρίς έλεος το
βυθό, φυλακίζοντας προς το θάνατο ό,τι έβρισκε στο διάβα του. Και μέσα
βρίσκονταν η δασκάλα κι όλοι οι συμμαθητές του! Καθόλου δε δίστασε ο Ξιφίας:
ορμάει πάνω στο δίχτυ και χρατς χρουτς! το ξεσκίζει με την κοφτερή του μύτη,
λευτερώνοντάς τους όλους...
Μαρία Φραγκιά
Γιατί ο
Ξέρξης σκέφτηκε να μην ξαναπάει στο σχολείο;
Πώς νομίζεις
ότι αισθάνθηκαν οι συμμαθητές του Ξέρξη μετά τη διάσωσή τους;