Τελευταία διαδρομή στις ράγες ενός τρένου
Έφυγαν τα χρόνια.
Πέρασαν.
Το σώμα έγειρε σαν το σάπιο κουφάρι δέντρου,
παραδομένο στη σήψη και στον πόνο.
Τα μαλλιά γκρίζαραν
και το δέρμα θάμπωσε.
Τα μάτια έμειναν ζωντανά να κοιτούν
γεμάτα νοσταλγία, το φως.
Ένα φως που πρωτοαντίκρισαν
για πρώτη φορά
την ώρα που κόπηκε ο ομφάλιος λώρος.
Ένα φως που συνοδεύτηκε
από ένα κλάμα ως σημάδι ζωής,
από το πάρσιμο της πρώτης αναπνοής.
Τα μάτια είδαν πολλά,
έμαθαν πολλά και
πόνεσαν…
Φίλος τους το δάκρυ.
Τα λύτρωνε από τον πόνο του κάματου
την ώρα που τα χέρια έπεφταν μουδιασμένα στο στρώμα
και τα πόδια, πρησμένα από την κούραση,
έψαχναν καταφύγιο σε κείνα του συντρόφου.
Ήταν σκληρή η δουλειά,
μικρό το μεροκάματο,
μεγάλη η ανάγκη.
Τόσα στόματα,
τόσα όνειρα να θρέψεις…
Τα χρόνια περνούν μα τα όνειρα δεν σβήνουν.
Το κομπόδεμα στον κόρφο
περιμένει βουβό να καλύψει σπουδές,
να καλύψει ανάγκες καθημερινές.
Μα πάνω από όλα περιμένει
να καλύψει ανάγκες της ψυχής.
Βλέπεις, αυτές οι ανάγκες σε συντηρούν,
σου δίνουν ελπίδα και παλεύεις.
Κάθε μέρα παλεύεις και περισσότερο.
Μα όσο παλεύεις οι ώρες χάνονται,
οι μέρες στέκονται και γελούν με την ανυπομονησία σου
και οι μήνες χλευάζουν την αγωνία σου .
Δε ζεις…
Καμώνεσαι πως ζεις…
Τώρα που οι ρυτίδες έσκαψαν το πρόσωπο,
τώρα που οι ρόζοι κάλυψαν τα χέρια σου,
έφτασε η ώρα της φυγής.
Στέκεσαι στον καθρέπτη και αναπολείς.
Τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής
και κείνα ψέματα δε λένε…
Παιδούλα έφτασες στα ξένα
κρατώντας το χέρι του πατέρα
και έχοντας δυο λίρες
ραμμένες στη φόδρα της ποδιάς.
Τρομαγμένη για το άγνωστο,
μακριά από του σπιτιού σου τη θέρμη
δημιούργησες ένα άλλο,
φιλόξενο, ζεστό.
Ο μπόγος με τα προικιά σου
το στόλισαν
όπως στόλισαν τον πατέρα, εμάς…
Τα χέρια σου -φτερούγες ανοιχτές-
μας κάλυψαν και έδιωξαν κάθε κακό,
κάθε πίκρα , κάθε φόβο.
Μας έμαθες να ζούμε περήφανοι
και να στεκόμαστε δυνατοί πάνω από αυτό που είμαστε.
Γιατί τι είμαστε;
Ένας σβόλος από χώμα…
Περαστικοί…
Και εμείς καταφέραμε να σταθούμε πάνω στο σβόλο μας
και να κοιτάμε από ψηλά.
Δεν ξεχάσαμε ποτέ να αγαπάμε.
Εσύ ήσουν η αγάπη.
Την μάθαμε, την αποζητούσαμε και την μοιράσαμε απλόχερα.
Ήταν βλέπεις σαν να την επιστρέφαμε σε σένα…
Ήρθε η μεγάλη ώρα.
Η ώρα της επιστροφής.
Είναι μυστήριο πως το σπίτι στα ξένα
δε σε χωράει πια…
Είναι μυστήριο να ζεις κάπου, μα η καρδιά σου να είναι αλλού,
σε άλλο τόπο.
Δεν πρόλαβες.
Λύγισες…
Μαζί σου λυγίσαμε όλοι μας…
Ο πατέρας, εμείς…
Η τελευταία διαδρομή στις ράγες του τρένου
δεν ήταν όπως την περίμενες μανούλα μου…
μα βρέθηκες στο χώμα
που ζητούσες να βρεθείς.
Ξεκουράστηκες.
Το καντήλι σου θα είναι πάντα αναμμένο
όχι μονάχα στο μνήμα,
μα στις ψυχές μας,
σαν να ναι ο φάρος της δικής μας ζωής.
Πέρασαν.
Το σώμα έγειρε σαν το σάπιο κουφάρι δέντρου,
παραδομένο στη σήψη και στον πόνο.
Τα μαλλιά γκρίζαραν
και το δέρμα θάμπωσε.
Τα μάτια έμειναν ζωντανά να κοιτούν
γεμάτα νοσταλγία, το φως.
Ένα φως που πρωτοαντίκρισαν
για πρώτη φορά
την ώρα που κόπηκε ο ομφάλιος λώρος.
Ένα φως που συνοδεύτηκε
από ένα κλάμα ως σημάδι ζωής,
από το πάρσιμο της πρώτης αναπνοής.
Τα μάτια είδαν πολλά,
έμαθαν πολλά και
πόνεσαν…
Φίλος τους το δάκρυ.
Τα λύτρωνε από τον πόνο του κάματου
την ώρα που τα χέρια έπεφταν μουδιασμένα στο στρώμα
και τα πόδια, πρησμένα από την κούραση,
έψαχναν καταφύγιο σε κείνα του συντρόφου.
Ήταν σκληρή η δουλειά,
μικρό το μεροκάματο,
μεγάλη η ανάγκη.
Τόσα στόματα,
τόσα όνειρα να θρέψεις…
Τα χρόνια περνούν μα τα όνειρα δεν σβήνουν.
Το κομπόδεμα στον κόρφο
περιμένει βουβό να καλύψει σπουδές,
να καλύψει ανάγκες καθημερινές.
Μα πάνω από όλα περιμένει
να καλύψει ανάγκες της ψυχής.
Βλέπεις, αυτές οι ανάγκες σε συντηρούν,
σου δίνουν ελπίδα και παλεύεις.
Κάθε μέρα παλεύεις και περισσότερο.
Μα όσο παλεύεις οι ώρες χάνονται,
οι μέρες στέκονται και γελούν με την ανυπομονησία σου
και οι μήνες χλευάζουν την αγωνία σου .
Δε ζεις…
Καμώνεσαι πως ζεις…
Τώρα που οι ρυτίδες έσκαψαν το πρόσωπο,
τώρα που οι ρόζοι κάλυψαν τα χέρια σου,
έφτασε η ώρα της φυγής.
Στέκεσαι στον καθρέπτη και αναπολείς.
Τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής
και κείνα ψέματα δε λένε…
Παιδούλα έφτασες στα ξένα
κρατώντας το χέρι του πατέρα
και έχοντας δυο λίρες
ραμμένες στη φόδρα της ποδιάς.
Τρομαγμένη για το άγνωστο,
μακριά από του σπιτιού σου τη θέρμη
δημιούργησες ένα άλλο,
φιλόξενο, ζεστό.
Ο μπόγος με τα προικιά σου
το στόλισαν
όπως στόλισαν τον πατέρα, εμάς…
Τα χέρια σου -φτερούγες ανοιχτές-
μας κάλυψαν και έδιωξαν κάθε κακό,
κάθε πίκρα , κάθε φόβο.
Μας έμαθες να ζούμε περήφανοι
και να στεκόμαστε δυνατοί πάνω από αυτό που είμαστε.
Γιατί τι είμαστε;
Ένας σβόλος από χώμα…
Περαστικοί…
Και εμείς καταφέραμε να σταθούμε πάνω στο σβόλο μας
και να κοιτάμε από ψηλά.
Δεν ξεχάσαμε ποτέ να αγαπάμε.
Εσύ ήσουν η αγάπη.
Την μάθαμε, την αποζητούσαμε και την μοιράσαμε απλόχερα.
Ήταν βλέπεις σαν να την επιστρέφαμε σε σένα…
Ήρθε η μεγάλη ώρα.
Η ώρα της επιστροφής.
Είναι μυστήριο πως το σπίτι στα ξένα
δε σε χωράει πια…
Είναι μυστήριο να ζεις κάπου, μα η καρδιά σου να είναι αλλού,
σε άλλο τόπο.
Δεν πρόλαβες.
Λύγισες…
Μαζί σου λυγίσαμε όλοι μας…
Ο πατέρας, εμείς…
Η τελευταία διαδρομή στις ράγες του τρένου
δεν ήταν όπως την περίμενες μανούλα μου…
μα βρέθηκες στο χώμα
που ζητούσες να βρεθείς.
Ξεκουράστηκες.
Το καντήλι σου θα είναι πάντα αναμμένο
όχι μονάχα στο μνήμα,
μα στις ψυχές μας,
σαν να ναι ο φάρος της δικής μας ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου