Μέλισσες
Παραμύθια
Το Δάνειο
Ήταν μια κυψέλη στην κουφάλα ενός δέντρου γεμάτη με
μέλισ-σες. Η κυψέλη είχε μία βασίλισσα, πέντε- έξι κηφήνες και μερικές χιλιάδες
υπηκόους μέλισσες, οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με διάφορες δουλειές.
Μερικές
έβγαιναν κάθε μέρα στα λουλούδια, μάζευαν γύρη και γέμιζαν τις κερήθρες με
μέλι. Άλλες ετοίμαζαν τον βασιλικό πολτό για να τρώει η βασίλισσα και οι
βασιλοπούλες, άλλες τάιζαν τις μικρές υπηκόους για να μεγαλώσουν και να γίνουν
εργάτριες.
Η ζωή κυλούσε ομαλά. Όταν έβρεχε και χειμώνιαζε οι μέλισσες έτρωγαν
από το μέλι της κυψέλης και όταν βελτιωνόταν ο καιρός αναπλήρωναν το μέλι που
είχαν καταναλώσει τις κακές ημέρες. Όταν η κυψέλη ήταν γεμάτη με μέλι τότε οι
μέλισσες δεν μάζευαν άλλο μέλι και ζούσαν ευτυχισμένες.
Μια μέρα ένας μελισσοκόμος πέρασε από την περιοχή, είδε το
μελίσσι και κατάλαβε ότι θα μπορούσε να του αποφέρει πολλά. Ζήτησε να μιλήσει
με την βασίλισσα και της λέει:
-Μεγαλειοτάτη πως πάνε τα πράγματα στο μελίσσι
σου;
-Δεν παραπονούμαι, μια χαρά! Οι μέλισσες δουλεύουνε, οι κηφήνες με αγαπάνε,
τα μικρά μεγαλώνουν, όλα πάνε όπως πρέπει.
-Λιγάκι μικρή δεν είναι η κυψέλη
σου; ρώτησε ο μελισσοκόμος. Μήπως πρέπει να αφήσετε
το δέντρο και να μετακομίσετε σε μία κυψέλη σύγχρονη με όλες τις ανέσεις;
-Πως θα μπορέσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο; ρώτησε η βασίλισσα. Αιώνες τώρα το
μόνο το οποίο παρασκευάζει η φυλή μου είναι κερί και μέλι.
-Εύκολο είναι! Αν μου
δώσεις την παραγωγή σου σε μέλι και κερί για τον επόμενο χρόνο, θα σας μεταφέρω
σε μία κυψέλη άλλο πράγμα, απάντησε ο μελισσοκόμος.
Η βασίλισσα συνεδρίασε με τους συμβούλους της και κατέληξε ότι η πρόταση είναι
εξαιρετικά συμφέρουσα. Προχώρησαν έτσι στην
συμφωνία. Μετά ετοίμασαν τις λεπτομέρειες της μετακόμισης και εγκαταστάθηκαν
στην καινούρια τους κυψέλη. Ο ενθουσιασμός των μελισσών ήταν μεγάλος. Η κυψέλη
ήταν καθαρή και τα τελάρα ήταν τοποθετημένα στη θέση τους. Οι μέλισσες δεν
είχαν να σκοτιστούν για το που θα απλώσουν το κερί τους. Τα τελάρα ήταν έτοιμα
και καλοφτιαγμένα και περίμεναν να τοποθετήσουν το κερί τους. Ούτε για το που
θα βρούνε μέλι έπρεπε να σκοτιστούν!
Παλιότερα στο δάσος έβγαιναν πρώτα οι
μέλισσες ανιχνευτές και όταν έβρισκαν ένα μέρος με άφθονο μέλι ειδοποιούσαν τις
υπόλοιπες. Τότε όλες μαζί έτρεχαν στο σημείο το οποίο πολλές φορές απείχε πολύ
από την κουφάλα του δέντρου. Τώρα δίπλα στη κυψέλη υπήρχε πάντοτε ένα χωραφάκι
με λουλούδια, ένα δάσος, κάτι τέλος πάντων το οποίο ανθοφορούσε και το οποίο
επέτρεπε να μαζέψουν το μέλι τους γρήγορα.
Οι μέλισσες ήταν συνηθισμένες να μαζεύουν το μέλι να το αποθηκεύουν στις
κερήθρες, το μέλι αυτό ήταν πολύ σημαντικό γιατί τους εξασφάλιζε το προς το ζην
το χειμώνα. Έτσι οι μέλισσες έφτιαχναν τόσο μέλι ώστε γεμίσει η κουφάλα του
δέντρου στην οποία ζούσαν και σταματούσαν το μάζεμα. Το μέλι αυτό ήταν αρκετό για
να επιβιώσουν όλους του μήνες του χειμώνα με άνεση και όταν ερχόταν η άνοιξη
έβγαιναν και πάλι έξω για να μαζέψουν μέλι.
Τώρα η κυψέλη τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από την κουφάλα που έμεναν και το μέλι
που έπρεπε να μαζέψουν πολύ περισσότερο από αυτό το οποίο είχαν συνηθίσει να
μαζεύουν. Όταν οι μέλισσες μάζεψαν τόσο μέλι όσο θα έπρεπε για να περάσουν το
χειμώνα, έστειλαν μια αντιπροσωπία στη βασίλισσα.
Η αρχηγός της αντιπροσωπίας
ζήτησε τον λόγο:
-Μεγαλειοτάτη, μαζέψαμε τόσο μέλι όσο μαζεύουμε κάθε χρόνο και
μάλιστα ακόμη περισσότερο. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να μαζεύουμε
μέλι και να ξεκουραστούμε μέχρι την επόμενη άνοιξη.
Η βασίλισσα κοίταξε
απαξιωτικά την μέλισσα αρχηγό και της απάντησε:
-Είσαι η ντροπή της φυλής μας,
δεν έχεις ακούσει που λένε ότι η μέλισσες είναι τα πιο εργατικά έντομα του
κόσμου; Δεν θέλω να ξανακούσω τέτοια κουβέντα. Χρόνια τώρα υπάρχει ένας
κανόνας, γεμίζουμε το σπίτι μας με μέλι, κάθε μέρος κάθε γωνία παντού. Δεν
φτάνει που έχεις έτοιμα τα τελάρα και φτιάχνεις με ευκολία το κερί σου, δεν
φτάνει που είσαι δίπλα στα λουλούδια και δεν πρέπει να πετάς με τις ώρες για να
βρεις και να φέρεις μέλι, δεν φτάνει που ζεις σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον και
όχι σαν την άγρια μέσα στο δάσος, τολμάς και να μη θέλεις να δουλέψεις; Τι νομίζεις
ότι προσφέρεις σε αυτή την κοινωνία;
Οι μέλισσες εργάτριες έκαναν ένα κουράγιο και παρά την κούραση τους, συνέχισαν
να μαζεύουν μέλι για να γεμίσουν την κυψέλη.
Όταν η κυψέλη πλησίαζε να γεμίσει και οι μέλισσες ετοιμαζόταν να ξεκουραστούν επιτέλους, έγινε κάτι το αναπάντεχο: Ήρθε ο μελισσοκόμος και πήρε τα τελάρα με το μέλι και το κερί και έβαλε νέα τελάρα άδεια. Ανάστατες οι μέλισσες έτρεξαν να βρουν το μέλι τους που θα τους εξασφάλιζε τα προς το ζην του χειμώνα.
Μαύρη απελπισία τις έπιασε και δεν είχαν κουράγιο να επιδοθούν σε καμιά από τις καθημερινές τους ασχολίες. Τότε η βασίλισσα έλαβε τον λόγο και ανακοίνωσε ότι το καλοκαίρι είναι ακόμη μακρύ και ότι οι μέλισσες θα μπορούσαν να γεμίσουν και πάλι την κυψέλη τους με μέλι. Άλλωστε η κυψέλη είναι ευρύχωρη και έχει όλες τις ανέσεις και τα τελάρα έτοιμα για να γίνει το νέο κερί και το νέο μέλι. Η δυσαρέσκεια των μελισσών ήταν εμφανείς, αλλά κανείς δεν ήθελε να αφήσει την κυψέλη χωρίς μέλι τον βαρύ χειμώνα που θα ερχόταν οπωσδήποτε.
Έτσι οι μέλισσες αν και κουρασμένες, ξεκίνησαν και πάλι το επίπονο έργο τους. Έχτισαν τις κερήθρες, μάζευαν μέλι και το αποθήκευαν στα τελάρα. Πάλι όμως λίγο πριν γεμίσει η κυψέλη ο μελισσοκόμος απομάκρυνε μέλι και κερί. Αυτή τη φορά η αντίδραση των μελισσών ήταν πιο έντονη.
Ήδη οι πρώτες μέλισσες άρχισαν να καταφέρονται εναντίον της βασίλισσας. Η βασίλισσα όμως είχε ακόμη αρκετές πιστές μέλισσες ώστε να μπορέσει να να ελέγξει το μελίσσι. Τελικά μπόρεσε να πείσει τις υπηκόους της για τις αγνές προθέσεις τις και για το ωφέλιμο τις συμβίωσης με τον μελισσοκόμο.
Όταν τελείωσε το καλοκαίρι και αφού οι μέλισσες γέμισαν και ξαναγέμισαν την κυψέλη με μέλι έφτασε τελικά ο βαρύς χειμώνας. Ωστόσο η κυψέλη ήταν άδεια από προμήθειες καθώς και το τελευταίο μέλι που είχαν μαζέψει φρόντισε να το πάρει ο μελισσοκόμος. Καμία μέλισσα δεν μπορούσε να επιβιώσει πια καθώς δεν υπήρχαν αποθέματα μελιού για να φάνε. Οι μέλισσες εξαγριωμένες στράφηκαν ενάντια στη βασίλισσα και τους κηφήνες της. Οι τελευταίες εργάτριες που υποστήριζαν την βασίλισσα δεν είχαν πια το κουράγιο να την υπερασπιστούν, με αποτέλεσμα οι υπόλοιπες μέλισσες να την διώξουν από την κυψέλη.
Ο διωγμός της βασίλισσας από την κυψέλη δεν βοήθησε σε τίποτε. Μία από τις βασιλοπούλες ανέλαβε πια να καθοδηγήσει την κυψέλη, αλλά ήταν εμφανές ότι δεν θα μπορούσε να βρει λύση στα προβλήματα της φυλής και ότι όλοι ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν από την ασιτία. Ήδη οι πρώτες και πιο αδύναμες μέλισσες δεν άντεξαν.
Τότε εμφανίστηκε ο μελισσοκόμος. Ζήτησε να μιλήσει με την νέα βασίλισσα η οποία όμως του επιτέθηκε: «τι θέλετε κύριε, εσείς δεν είσαστε που ευθύνεστε για την εξορία της μητέρας μου, εσείς δεν οδηγήσατε την φυλή μου στην ανέχεια Λόγω της απληστίας σας είμαι η βασίλισσα μιας ετοιμοθάνατης κυψέλης και εσείς έχετε το θράσος να εμφανίζεστε εδώ πέρα;» Ο μελισσοκόμος έδειξε τσαντισμένος. «Όταν υπάρχουν συμβόλαια αυτά είναι για να τηρούνται. Εγώ δεν έκανα τίποτε περισσότερο από αυτά που προέβλεπε το συμβόλαιο. Σας έδωσα ένα καταπληκτικό σπιτικό και απαίτησα μόνο το μέλι και το κερί της χρονιάς σας. Από εδώ και πέρα η ζωή σας θα είναι ευχάριστη και με όλες τις ανέσεις. Σας έδωσα ότι σας υποσχέθηκα και πήρα ότι μου υποσχεθήκατε. Γιατί με κατηγορείτε λοιπόν;» απάντησε και προσποιήθηκε ότι θα έφευγε.
Η βασίλισσα τα είχε πια χαμένα. Όλα αυτά που έλεγε ο μελισσοκόμος ήταν αλήθεια, αλλά στην πραγματικότητα η μητέρα της είχε παραπλανηθεί καθώς δεν είχε καταλάβει ότι η φυλή της θα έμενε από φαγητό τον χειμώνα. Ήξερε ότι ο άνθρωπος αυτός τις είχε κοροϊδέψει, αλλά δεν είχε κουράγιο να του τα πει όλα αυτά. Ήταν ήδη πολύ κουρασμένη και πεινασμένη. Το μόνο που μπόρεσε να ρωτήσει ψελλίζοντας είναι: «μήπως μπορείτε να μας δανείσετε λίγο μέλι από αυτό που έφτιαξε η κυψέλη μας το καλοκαίρι;»
«Πόσο θα θέλατε και πως θα μου το ξεπληρώσετε;» ρώτησε τότε ο μελισσοκόμος. «Θέλω τόσο όσο να επιβιώσει η φυλή μου μέχρι την επόμενη άνοιξη» απάντησε η βασίλισσα «και με το πρώτο μέλι που θα μαζέψουμε θα σου το επιστρέψουμε!»
«Όπως καταλαβαίνεις το μέλι που πήρα από την κυψέλη σας το έχω ήδη πουλήσει και εγώ δεν ανήκω στους εμπόρους που αλλάζουν τα λόγια τους. Αν θέλετε όμως μπορώ να σας βρω ζάχαρη για να βγάλετε τον χειμώνα. Θα σας κοστίσει όμως λίγο παραπάνω γιατί η ζάχαρη αυτή την εποχή είναι πολύ ακριβότερη από ότι το μέλι το καλοκαίρι!» αποκρίθηκε ο μελισσοκόμος.
«Πόσο ακριβότερη δηλαδή;» ρώτησε η βασίλισσα μέλισσα τελείως εξαντλημένη. «Θα υπογράψουμε συμβόλαιο ότι θα σου δώσω τόση ζάχαρη όση χρειάζεσαι μέχρι την άνοιξη, με αντάλλαγμα όλο το μέλι και το κερί του καλοκαιριού» απάντησε ο μελισσοκόμος. «Αυτό είναι κλοπή» απάντησε η βασίλισσα. «Κλοπή ε; αν είναι κλοπή τότε να πάρεις από αλλού» είπε ο μελισσοκόμος και έφυγε.
Η βασίλισσα προσπάθησε να εξασφαλίσει από αλλού τροφή για τον χειμώνα, αλλά δεν μπόρεσε να βρει πουθενά. Μέρα με την μέρα όλο και περισσότερες μέλισσες δεν μπορούσαν να αντέξουν την πείνα και το κρύο και χανόταν. Τελικά πήγε η ίδια η βασίλισσα και βρήκε τον μελισσοκόμο. «Σε παρακαλώ στείλε μου την ζάχαρη και θα υπογράψω την σύμβαση σου» είπε η βασίλισσα.
«Θα έπρεπε να σας αφήσω να αφανιστείτε που με είπατε κλέφτη» είπε ο μελισσοκόμος «αλλά είμαι καλός άνθρωπος και δεν το πάει η καρδιά μου. Θα πρέπει όμως να αποκαταστήσετε το ψέμα απέναντι μου, θα ζητήσετε δημόσια συγνώμη και επιπλέον θα τοποθετήσετε ένα μνημείο προς τιμή μου στη κυψέλη σας.»
Μπροστά στο κίνδυνο να χαθεί η κυψέλη η βασίλισσα συμφώνησε και ικανοποίησε όλους τους όρους του μελισσοκόμου.
Έτσι από τότε αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια και έχουν αλλάξει πολλές βασίλισσες τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει για το μελίσσι. Οι μέλισσες παράγουν μέλι, τρώνε ζάχαρη και εργάζονται ακατάπαυστα για να ξεπληρώσουν κάποιο δάνειο το οποίο τους δόθηκε για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους τον προηγούμενο χειμώνα.
Όταν η κυψέλη πλησίαζε να γεμίσει και οι μέλισσες ετοιμαζόταν να ξεκουραστούν επιτέλους, έγινε κάτι το αναπάντεχο: Ήρθε ο μελισσοκόμος και πήρε τα τελάρα με το μέλι και το κερί και έβαλε νέα τελάρα άδεια. Ανάστατες οι μέλισσες έτρεξαν να βρουν το μέλι τους που θα τους εξασφάλιζε τα προς το ζην του χειμώνα.
Μαύρη απελπισία τις έπιασε και δεν είχαν κουράγιο να επιδοθούν σε καμιά από τις καθημερινές τους ασχολίες. Τότε η βασίλισσα έλαβε τον λόγο και ανακοίνωσε ότι το καλοκαίρι είναι ακόμη μακρύ και ότι οι μέλισσες θα μπορούσαν να γεμίσουν και πάλι την κυψέλη τους με μέλι. Άλλωστε η κυψέλη είναι ευρύχωρη και έχει όλες τις ανέσεις και τα τελάρα έτοιμα για να γίνει το νέο κερί και το νέο μέλι. Η δυσαρέσκεια των μελισσών ήταν εμφανείς, αλλά κανείς δεν ήθελε να αφήσει την κυψέλη χωρίς μέλι τον βαρύ χειμώνα που θα ερχόταν οπωσδήποτε.
Έτσι οι μέλισσες αν και κουρασμένες, ξεκίνησαν και πάλι το επίπονο έργο τους. Έχτισαν τις κερήθρες, μάζευαν μέλι και το αποθήκευαν στα τελάρα. Πάλι όμως λίγο πριν γεμίσει η κυψέλη ο μελισσοκόμος απομάκρυνε μέλι και κερί. Αυτή τη φορά η αντίδραση των μελισσών ήταν πιο έντονη.
Ήδη οι πρώτες μέλισσες άρχισαν να καταφέρονται εναντίον της βασίλισσας. Η βασίλισσα όμως είχε ακόμη αρκετές πιστές μέλισσες ώστε να μπορέσει να να ελέγξει το μελίσσι. Τελικά μπόρεσε να πείσει τις υπηκόους της για τις αγνές προθέσεις τις και για το ωφέλιμο τις συμβίωσης με τον μελισσοκόμο.
Όταν τελείωσε το καλοκαίρι και αφού οι μέλισσες γέμισαν και ξαναγέμισαν την κυψέλη με μέλι έφτασε τελικά ο βαρύς χειμώνας. Ωστόσο η κυψέλη ήταν άδεια από προμήθειες καθώς και το τελευταίο μέλι που είχαν μαζέψει φρόντισε να το πάρει ο μελισσοκόμος. Καμία μέλισσα δεν μπορούσε να επιβιώσει πια καθώς δεν υπήρχαν αποθέματα μελιού για να φάνε. Οι μέλισσες εξαγριωμένες στράφηκαν ενάντια στη βασίλισσα και τους κηφήνες της. Οι τελευταίες εργάτριες που υποστήριζαν την βασίλισσα δεν είχαν πια το κουράγιο να την υπερασπιστούν, με αποτέλεσμα οι υπόλοιπες μέλισσες να την διώξουν από την κυψέλη.
Ο διωγμός της βασίλισσας από την κυψέλη δεν βοήθησε σε τίποτε. Μία από τις βασιλοπούλες ανέλαβε πια να καθοδηγήσει την κυψέλη, αλλά ήταν εμφανές ότι δεν θα μπορούσε να βρει λύση στα προβλήματα της φυλής και ότι όλοι ήταν καταδικασμένοι να πεθάνουν από την ασιτία. Ήδη οι πρώτες και πιο αδύναμες μέλισσες δεν άντεξαν.
Τότε εμφανίστηκε ο μελισσοκόμος. Ζήτησε να μιλήσει με την νέα βασίλισσα η οποία όμως του επιτέθηκε: «τι θέλετε κύριε, εσείς δεν είσαστε που ευθύνεστε για την εξορία της μητέρας μου, εσείς δεν οδηγήσατε την φυλή μου στην ανέχεια Λόγω της απληστίας σας είμαι η βασίλισσα μιας ετοιμοθάνατης κυψέλης και εσείς έχετε το θράσος να εμφανίζεστε εδώ πέρα;» Ο μελισσοκόμος έδειξε τσαντισμένος. «Όταν υπάρχουν συμβόλαια αυτά είναι για να τηρούνται. Εγώ δεν έκανα τίποτε περισσότερο από αυτά που προέβλεπε το συμβόλαιο. Σας έδωσα ένα καταπληκτικό σπιτικό και απαίτησα μόνο το μέλι και το κερί της χρονιάς σας. Από εδώ και πέρα η ζωή σας θα είναι ευχάριστη και με όλες τις ανέσεις. Σας έδωσα ότι σας υποσχέθηκα και πήρα ότι μου υποσχεθήκατε. Γιατί με κατηγορείτε λοιπόν;» απάντησε και προσποιήθηκε ότι θα έφευγε.
Η βασίλισσα τα είχε πια χαμένα. Όλα αυτά που έλεγε ο μελισσοκόμος ήταν αλήθεια, αλλά στην πραγματικότητα η μητέρα της είχε παραπλανηθεί καθώς δεν είχε καταλάβει ότι η φυλή της θα έμενε από φαγητό τον χειμώνα. Ήξερε ότι ο άνθρωπος αυτός τις είχε κοροϊδέψει, αλλά δεν είχε κουράγιο να του τα πει όλα αυτά. Ήταν ήδη πολύ κουρασμένη και πεινασμένη. Το μόνο που μπόρεσε να ρωτήσει ψελλίζοντας είναι: «μήπως μπορείτε να μας δανείσετε λίγο μέλι από αυτό που έφτιαξε η κυψέλη μας το καλοκαίρι;»
«Πόσο θα θέλατε και πως θα μου το ξεπληρώσετε;» ρώτησε τότε ο μελισσοκόμος. «Θέλω τόσο όσο να επιβιώσει η φυλή μου μέχρι την επόμενη άνοιξη» απάντησε η βασίλισσα «και με το πρώτο μέλι που θα μαζέψουμε θα σου το επιστρέψουμε!»
«Όπως καταλαβαίνεις το μέλι που πήρα από την κυψέλη σας το έχω ήδη πουλήσει και εγώ δεν ανήκω στους εμπόρους που αλλάζουν τα λόγια τους. Αν θέλετε όμως μπορώ να σας βρω ζάχαρη για να βγάλετε τον χειμώνα. Θα σας κοστίσει όμως λίγο παραπάνω γιατί η ζάχαρη αυτή την εποχή είναι πολύ ακριβότερη από ότι το μέλι το καλοκαίρι!» αποκρίθηκε ο μελισσοκόμος.
«Πόσο ακριβότερη δηλαδή;» ρώτησε η βασίλισσα μέλισσα τελείως εξαντλημένη. «Θα υπογράψουμε συμβόλαιο ότι θα σου δώσω τόση ζάχαρη όση χρειάζεσαι μέχρι την άνοιξη, με αντάλλαγμα όλο το μέλι και το κερί του καλοκαιριού» απάντησε ο μελισσοκόμος. «Αυτό είναι κλοπή» απάντησε η βασίλισσα. «Κλοπή ε; αν είναι κλοπή τότε να πάρεις από αλλού» είπε ο μελισσοκόμος και έφυγε.
Η βασίλισσα προσπάθησε να εξασφαλίσει από αλλού τροφή για τον χειμώνα, αλλά δεν μπόρεσε να βρει πουθενά. Μέρα με την μέρα όλο και περισσότερες μέλισσες δεν μπορούσαν να αντέξουν την πείνα και το κρύο και χανόταν. Τελικά πήγε η ίδια η βασίλισσα και βρήκε τον μελισσοκόμο. «Σε παρακαλώ στείλε μου την ζάχαρη και θα υπογράψω την σύμβαση σου» είπε η βασίλισσα.
«Θα έπρεπε να σας αφήσω να αφανιστείτε που με είπατε κλέφτη» είπε ο μελισσοκόμος «αλλά είμαι καλός άνθρωπος και δεν το πάει η καρδιά μου. Θα πρέπει όμως να αποκαταστήσετε το ψέμα απέναντι μου, θα ζητήσετε δημόσια συγνώμη και επιπλέον θα τοποθετήσετε ένα μνημείο προς τιμή μου στη κυψέλη σας.»
Μπροστά στο κίνδυνο να χαθεί η κυψέλη η βασίλισσα συμφώνησε και ικανοποίησε όλους τους όρους του μελισσοκόμου.
Έτσι από τότε αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια και έχουν αλλάξει πολλές βασίλισσες τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει για το μελίσσι. Οι μέλισσες παράγουν μέλι, τρώνε ζάχαρη και εργάζονται ακατάπαυστα για να ξεπληρώσουν κάποιο δάνειο το οποίο τους δόθηκε για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους τον προηγούμενο χειμώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου