Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

25η 

Χρονικό 

... με εικόνες και βιντεάκια για παρουσίαση







Το εικοσιένα, που δίκαια ονομάστηκε από τον ιστορικό Φωτάκο
«Το θαύμα του κόσμου», παραμένει η μέγιστη ώρα του λαού μας! Έπειτα από μια σκλαβιά που κράτησε 368 χρόνια, οι Έλληνες άδραξαν τ` άρματα ενάντια σε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, αποφασισμένοι να πολεμήσουν ως το θάνατο για ν` αποχτήσουν την εθνική τους ελευθερία.
Οι ξεσηκωμένοι Έλληνες στο τέλος νίκησαν, γράφοντας στις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας λαμπρότατο κεφάλαιο.
Απόδειξαν για μιαν ακόμη φορά, πως κανένας λαός δεν μένει υπόδουλος όταν πάρει την υπέρτατη απόφαση να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει.


 Από τα πρώτα χρόνια της δουλείας οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να προσδοκούν και να ελπίζουν πως θα ξημέρωνε η μέρα της λευτεριάς. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το Δωδεκάλογο του Γύφτου του Κωστή Παλαμά.



Και θα φύγεις κι απ` το σάπιο το κορμί,ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,και δε θα `βρει το κορμί μια σπιθαμήμες στη γη για να την κάμει μνήμα,κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,κι ο καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμηκάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.Όσο να σε λυπηθείτης αγάπης ο θεός,και να ξημερώσει μιαν αυγή,και να σε καλέσει ο λυτρωμός,ω ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!Και θ` ακούσεις τη φωνή του Λυτρωτή,θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμακαι ξανά κυβερνημένη κι αλαφρήθα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλίσαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα,και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλίθα κατρακυλήσεις πιο βαθιάστου κακού τη σκάλαγια τα` ανέβασμα ξανά που σε καλείθα αισθανθείς να σου φυτρώνουν, ω χαρά!Τα φτερά,
Τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!





Στην αρχή, τις ελπίδες τους αυτές τις εναπόθεσαν στους ξένους. Αυτό φαίνεται κι από γνωστό δημοτικό τραγούδι εκείνου του καιρού:


Ακόμα τούτ` η άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες,
τούτο το καλοκαίρι καημένη Ρούμελη
όσο να `ρθει ο Μόσκοβος ραγιάδες, ραγιάδες
να φέρει το σεφέρι Μοριά και Ρούμελη.



Οι προσδοκίες τους όμως διαψεύστηκαν. Η Γαλλική Επανάσταση, ενώ στην αρχή έκανε τους σκλαβωμένους Έλληνες ν` αποχτήσουν θάρρος, στο τέλος έσβησε τις ελπίδες τους. Την ίδια απογοήτευση ένιωσαν από τα αποτυχημένα επαναστατικά κινήματα,που έγινανμε την υποκίνηση της Ρωσίας, η οποία μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, ξέχασε και τους Έλληνες και τις υποσχέσεις που είχε δώσει.
Οι Έλληνες μείνανε και πάλι σκλάβοι, αλλά έμαθαν τούτη δω τη μεγάλη αλήθεια:
«Η λευτεριά δε χαρίζεται. Η λευτεριά καταχτιέται!»





Για να ξεκινήσει όμως η επανάσταση, υπήρξαν τρεις βασικές προϋποθέσεις: Στα χρόνια της σκλαβιάς οι υπόδουλοι Έλληνες απόχτησαν στρατιωτική δύναμη, που ήταν και η πρώτη βασική προϋπόθεση στον υπέρτατο αγώνα για τη λευτεριά τους. Αυτό έγινε με τους κλέφτες και τους αρματολούς, που δημιούργησαν χωρίς να το ξέρουν τις πιο διαλεχτές στρατιωτικές δυνάμεις του έθνους, για τον πιο δύσκολο απ` όλους τους πολέμους, τον κλεφτοπόλεμο.

Όταν ο τουρκικός κατατρεγμός ή η αδικία των κοτζαμπάσηδων γινόταν αβάσταχτα, δεν απόμενε τίποτα άλλο στον κατατρεγμένο χωριάτη, παρά ν` αρπάξει ένα παλιοντούφεκο και να βγει κλέφτης στα βουνά.



Του Βασίλη (δημοτικό)

Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γίνεις νοικοκύρης,                                                          
Για ν` αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες                                                         
Χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.

Μάνα μου, εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης                                                      
Να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν                                                     
Και να `μια σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.

Φέρε μου τα` αλαφρύ σπαθί και το βαρύ ντουφέκι                                                    

Να πεταχτώ σαν το πουλί, ψηλά στα κορφοβούνια.                                                  
Εγώ ραγιάς δε γίνομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω


«Μαγιά της λευτεριάς» ονομάζει τους κλέφτες ο Μακρυγιάννης. Ο λαός τους αγαπούσε, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, ήταν οι προστάτες του. Γι` αυτό οι γονείς τη μεγαλύτερη ευχή που δίνανε στα παιδιά τους ήταν να βγουν κλέφτες.
Οι κλέφτες λέγανε: «Κάλλιο θάνατος χωρίς ντροπή, παρά ντροπή χωρίς θάνατο!». Η ζωή τους ήταν δύσκολη και τυραγνισμένη.
«Οι κλέφτες είμαστε ελεύθεροι», λέει στη διήγησή του ο Κολοκοτρώνης, «αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι! Βασανισμένοι, αϊσκιωτοι, άγριοι εις τις σπηλιές, στα βουνά εις τα χιόνια, σαν τα θηρία με τα οποία συζούσαμε».





Η δεύτερη προϋπόθεση για την επιτυχία της επανάστασης στάθηκε ο αξιόλογος εμπορικός στόλος εκείνης της εποχής, που αργότερα μετατράπηκε σε μια δύναμη πολεμική, που όχι μόνο μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στην τούρκικη αρμάδα, αλλά και κατόρθωσε πολλές φορές να τη νικήσει, θαλασσοκρατώντας το Αιγαίο.
«Θα `χουμε και γη και πατρίδα», προφήτεψε ο Κοραής, «όσο κατέχουμε διακόσια καράβια αρματωμένα».
Εκείνα τα καράβια, που στάθηκαν ο στόλος του `21.







Η τρίτη, τέλος, μέγιστη προϋπόθεση για την επιτυχία της επανάστασης, στάθηκε ο διαφωτισμός, δηλαδή η ιδεολογική προπαρασκευή του Γένους.
Κι αυτή η ιδεολογική προπαρασκευή ξεκινάει πρώτα από τα δημοτικά τραγούδια, που βγαλμένα μέσα από την καρδιά ανώνυμων ποιητών μίλαγαν με τρόπο μοναδικό στην καρδιά του λαού. Συντρόφευαν το ραγιά στον πόνο του, στη χαρά του, στους αγώνες του.
Τα δημοτικά τραγούδια σπείρανε το σπόρο της λευτεριάς, που θα καρπίσει το `21. Τον άξιο κλέφτη τον παρομοιάζουν με αετό



Ένας Αητός (δημοτικό)Ένας αητός περήφανος, κι ένας αητός λεβέντηςΑπό την περηφάνια του κι από τη λεβεντιά τουΔεν πάει τα κατώμερα να καλοξεχειμάσει,μόν` μένει πάνω στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια.Κι έριξε χιόνια στα βουνά και κρούσταλλα στους κάμπους,εμάργωσαν τα νύχια του κι επέσαν τα φτερά του.Κι αγνάντιο πήγε κι έκατσε, σ` ένα ψηλό λιθάρικαι με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέει:-Ήλιε για δε βαρείς κι εδώ σε τούτ` την αποσκιούρα,να λιώσουνε τα κρύσταλλα, να λιώσουνε τα χιόνια,να γίνει μι` άνοιξη καλή, να γίνει καλοκαίρι,να ζεσταθούν τα νύχια μου, να γιάνουν τα φτερά μου,να `ρθούνε τ` άλλα τα πουλιά και τ` άλλα μου τ` αδέρφια;


Το δρόμο για το διαφωτισμό του υπόδουλου γένους τον άνοιξε ένας καλόγερος, που κατεχόταν από ένα βαθύ, αληθινό και ζωντανό ανθρωπισμό. Ήταν ο παπα-δάσκαλος, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Γύριζε τα χωριά ακούραστος, με βροχές και χιόνια, και μίλαγε στους σκλαβωμένους για το «ποθούμενο», όπως ονόμαζε την επανάσταση, που θα ξεσκλάβωνε τον τόπο από τον Τούρκο. Αντί για τον καλογερικό σκοταδισμό, δίδασκε τα φώτα στους σκλαβωμένους, προτρέποντάς τους ν` ανοίξουνε σχολεία.
«Τα γράμματα είναι στολίδι του ανθρώπου», έλεγε, «και μόνο με τη βοήθεια των γραμμάτων θα μπορέσετε να καλυτερέψετε την τύχη σας».
Μαρτυρικό ήταν το τέλος του. Στάθηκε αληθινός νεομάρτυρας του έθνους μας.




Στα πρώτα χρόνια, έπειτα από την απελευθέρωση του τόπου από τον τουρκικό ζυγό, στα καφενεία και στα σπίτια, στις πολιτείες και στα χωριά, έβλεπες κρεμασμένη μια χαλκογραφία που παράσταινε την Ελλάδα κουρελιασμένη, γονατισμένη κι αλυσοδεμένη. Δυο άντρες γύρευαν να τη σηκώσουν, σπάζοντας τα δεσμά της: ο ένας ήταν ο Κοραής, και ο άλλος ο Ρήγας.



Ο Ρήγας Φεραίος δεν είχε τη σοφία του Κοραή. Είχε όμως κάτι άλλο, πιο σημαντικό: το νου και την ψυχή που ξεσήκωνε τη θύελλα της ελευθερίας.
Παρακινούσε τους Έλληνες να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις και όχι στους ξένους, για να ελευθερωθούν.
Ο Θούριος, η Χάρτα, κι όλα τ` άλλα γραφτά του, ξεσήκωσαν και συγκίνησαν τους σκλαβωμένους Έλληνες.
Ο Θούριος του Ρήγα δεν ήταν ποίημα αλλά επαναστατική προκήρυξη γραμμένη σε στίχους, για να μπορούν εύκολα να την αποστηθίσουν. Ο Τερτσέτης, τον ονομάζει «το ιερότερο άσμα της φυλής μας»!
Είναι γνωστό το μαρτυρικό τέλος του Ρήγα. Ωστόσο, η θυσία του έδωσε τους καρπούς που οραματιζόταν ο Ρήγας. Τον ήρωα μπορείς να τον νικήσεις, τον μάρτυρα ποτέ.


Η Ελλάς προς τα τέκνα της (Ρ. Φεραίος)
Ω, παιδιά μου,ορφανά μου,σκορπισμένα εδώ κι εκείδιωγμένα, υβρισμένααπ` τα έθνη πανοικί!Ξυπνήστε τέκνα κι ήλθεν η ώραξυπνήστε όλα, τρέξατε τώρακι ήλθεν ο Δείπνος ο Μυστικός.




Κι ήρθε η ευλογημένη ώρα. Η ώρα της κήρυξης της επανάστασης. Τα Καλάβρυτα, η Πάτρα και η Καλαμάτα διεκδικούν τα πρωτεία για την κήρυξη του εθνεγερτικού αγώνα. Είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι, από τις 21 Φεβρουαρίου 1821, η επανάσταση ξεκίνησε ταυτοχρόνως σε δεκαπέντε διαφορετικά μέρη, στην Μολδαβία και στην Πελοπόννησο.


Η τιμή για την έναρξη του αγώνα της εθνεγερσίας ανήκει σ` όλους τους Έλληνες, που, από την Άλωση ως το 1821, διαφώτισαν, εργάστηκαν, αγωνίστηκαν, πολέμησαν, θυσιάστηκαν, μαρτύρησαν για τη λευτεριά της πατρίδας.
Το σημερινό μας χρονικό είναι αφιερωμένο στους ήρωες αυτού του αγώνα, που υπήρξαν και οι κυριότεροι συντελεστές του θαύματος.
Ήρωες λαϊκοί, στο τετραβάγγελο της Ρωμιοσύνης, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο Διάκος, ο Ρήγας….



Τόποι λευτεριάς τα Δερβενάκια, της Γραβιάς το χάνι, η Τριπολιτσά,, το Κούγκι, το Αρκάδι, η Άγια Λαύρα, το Μεσολόγγι, το Ναβαρίνο, τόποι δικοί μας, φράχτες της ζωής μας, πηγάδια τρίσβαθα, πηγές μ` αίμα και νερό.




 Αρχίζοντας από το Μοριά, ξεχωρίζουμε το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το μεγάλο του παράστημα, η στεντόρεια φωνή του, η παράξενη φορεσιά του, το αξίωμά του στο στρατό, η φήμη του παρελθόντος του, το γόητρο του ονόματός του, που ψαλλόταν από τα τραγούδια του λαού, το φωτεινό του μυαλό, η στρατηγική του οξυδέρκεια κατάχτησαν τη ψυχή του λαού.
Ο Κολοκοτρώνης πέρασε στην ιστορία ως ο θρυλικός Γέρος του Μοριά.


Ό,τι ήταν για το Μοριά ο Κολοκοτρώνης, στάθηκε για τη Ρούμελη ο Καραϊσκάκης. Είναι ορμητικός ως την αποκοτιά. Δεν ξέρει τι θα πει κίνδυνος, μήτε φόβος. Χυνόταν πρώτος στον εχθρό, παρασύροντας με το παράδειγμά του κι αυτούς τους δειλούς.


Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν δύσκολα και βασανισμένα. Από μικρός βρίσκεται κλέφτης στα βουνά πρωτοπαλίκαρο του Κατσαντώνη.
«Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης» τον ονομάζει ο Παλαμάς.



Και τι να αναφέρει κανείς για το στρατηγό Μακρυγιάννη; Δυο μόνο λόγια: Ο αγώνας του Μακρυγιάννη επικεντρώνεται στην προσπάθειά του να μην αλλοτριωθεί το έθνος. Κι ύστερα, θ` αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει για τον εαυτό του, μ` όσα είπε στον εαυτό του, μ` όσα είπε στο Γάλλο ναύαρχο Ντεριγνί, που τον επισκέφτηκε λίγο πριν από την περίφημη μάχη των Μύλων όπου πρωτοστάτησε.



Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στέκεται η πιο δυναμική 

και συγχρόνως η πιο τραγική φυσιογνωμία του Αγώνα. 

Περήφανος, ατίθασος, θεληματικός, ορμητικός στις αποφάσεις του, 

γρήγορος στην εκτέλεσή τους. Ο Καραϊσκάκης έλεγε για τον Ανδρούτσο:«Πολεμιστάδες έχομε πολλούς, μα ένας είναι ο στρατηγός, ο Δυσσέας. Σαν το μυαλό του Αντρούτσου δε στάθηκε άλλο».Το Χάνι της Γραβιάς δεν ήταν μονάχα ένα κατόρθωμα, αλλά μια μάχη αποφασιστική για κείνη την ώρα. Κλείστηκε στο Χάνι με τα παλικάρια του, χορεύοντας και τραγουδώντας.



Το πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, ο Θανάσης Διάκος, είναι ο ήρωας που θα συγκινεί πάντα τις ψυχές των Ελλήνων. Καταγόταν από οικογένεια κλεφτών. Στην αρχή έγινε Διάκος. Αργότερα πέταξε τα ράσα, έγινε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, και δέθηκε με αδερφική φιλία μαζί του.


Λίγες μέρες πριν από την ηρωική του θυσία στην Αλαμάνα, είχε πει μιλώντας στο λαό της Λιβαδειάς:
«Ήρθε ο καιρός να μάθουν οι Έλληνες να μη φεύγουν μπροστά στον Τούρκο»


Όταν πέθαινε έλεγε:
Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
Τώρα π` ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι.



Θα `ταν παράληψη ν` αφήσουμε έξω από το χρονικό μας τον νησιώτη ήρωα Κωνσταντίνο Κανάρη.
Ο Κανάρης καταγόταν από φτωχοφαμελίτες. Με τα λιγοστά γράμματα που ήξερε διάβαζε τη φυλλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και μαθαίνοντας τα κατορθώματα των παλιών Ελλήνων «εις την ανάγνωσιν έτρεχαν δάκρυα, βρύση οι οφθαλμοί του»



Να τι γράφει ο Βίκτορ Ουγκό:


Τότες ο ναύτης καθιστός                                       Στην πλώρη του σαν Άρης                     Αντρειωμένος φώναζε:

«Περνάει ο Κανάρης»




Δε θα πρέπει από το χρονικό μας αυτό να παραλείψουμε τη συμβολή των γυναικών στον αγώνα του Εικοσιένα. Ποια να πρωτοϋμνήσει κανείς;  

Ξεχωριστά από εκείνες που έμειναν φημισμένες, σαν τη Μπουμπουλίνα, τη Μαντώ Μαυρογένους, τις Σουλιώτισσες, τις Μεσολογγίτισσες, ήσαν κι άλλες ηρωίδες, που δυστυχώς μένουν άγνωστες!



Ο ιστοριογράφος της Ελληνικής Επανάστασης, Πουκεβίλ, γράφει:
         «Τέσσερες ηρωίδες, των οποίων δυστυχώς δεν ξέρουμε τα ονόματα, βγήκαν από το λιμάνι του Βόλου με τέσσερα καράβια, και, φέρνοντας φωτιά και σίδερο στ` ακρογιάλια του Ολύμπου, έσπειραν τον τρόμο ως τη Θεσσαλονίκη».
         Η μια απ` αυτές τις ηρωίδες ήταν, χωρίς άλλο, η Μαντώ.




Όχι λιγότερα γενναία, ήταν η περίφημη Σουλιώτισσα, η Μόσχω Τζαβέλλα. Ο Γάλλος ιστορικός Μπλανκάρ γράφει γι` αυτή:


«Ποιο υψηλότερο παράδειγμα μπορεί να δείξει η ιστορία από τη Μόσχω Τζαβέλλα, που επικεφαλής των γυναικών του Σουλίου κρατούσε με το ένα χέρι το σπαθί και με τ` άλλο την ποδιά της, γεμάτη φουσέκια, και το καριοφίλι κρεμασμένο στον ώμο!»



Ένα από τα υψώματα που δοξάστηκαν από την ιστορία, και ενέπνευσαν ποιητές και ζωγράφους, είναι ο Ζάλογγος, τοποθεσία που βρίσκεται πάνω σε βουνό άγριο και απάτητο. Τη θυσία των γυναικών του Σουλίου ύμνησε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός.












Ο αντίχτυπος της Επανάστασης ήταν μεγάλος, ιδιαίτερα στους συγγραφείς, τους ποιητές και τους ζωγράφους της Ευρώπης εκείνη την εποχή.


Ανάμεσά τους ο Γκέτε, ο Βίκτορ Ουγκό, ο Σέλεϊ, ο Λαμαρτίνος, ο Πούσκιν, ο Ντελακρουά και ο Βύρωνας τραγούδησαν το Εικοσιένα.


Συγκλονιστικό είναι το ποίημα Το Ελληνόπουλο, που έγραψε ο Βίκτορ Ουγκό για τη σφαγή της Χίου. Η μετάφραση είναι του Κωστή Παλαμά.




Το Ελληνόπουλο
 Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός. Θάνατος πέρα ως πέρα.Η χίο τα` όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέραμε τα κρασιά, με τα δεντράτ` αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδιακαι στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδιακαθρέφτιζε μες στα νερά. Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνω εκεί στο βράχο,στου κάστρου τα χαλάσματα, κάποιο παιδί μονάχοκάθεται, σκύβει θλιβεράτο κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένειμόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν τούτο ξεχασμένημες στην αφάνταστη φθορά. -Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλητο στις ράχεςγια να μην κλαις λυπητερά, τ` ήθελες τάχα να `χες,για να τα ιδώ τα θαλασσάματάκια σου ν` αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλικαι να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλιμε τα μαλλάκια τα χρυσά; Τι θέλεις, άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω,για να τα πλέξεις ξένοιαστα, για να τα καμαρώσωριχτά στους ώμους σου πλατιάμαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τα `χει αγγίξει η κόψηκαι σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψηκαι σαν την κλαίουσαν ιτιά; Σαν τι μπορούσε να σου διώξει το μαράζι;Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;Μην ο καρπός απ` το δεντρί,που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνεικι έν` άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνειμες` απ` τον ίσκιο του να βγει; Μην το πουλί, που κελαηδάει στο δάσος νύχτα-μέρακαι με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;Τι θες απ` όλα τ` αγαθάΤούτα; Τ` άνθος; Τον καρπό; Θες το πουλί;-Διαβάτη!μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!




Ιδιαίτερα ο Λόρδος Βύρωνας αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην Ελλάδα.
«Αν είμαι ποιητής, το χρωστώ στον αέρα της Ελλάδας», έλεγε.
Ο Μπάιρον δεν ήταν μόνο ένας «φιλέλληνας». Ήταν κάτι πιο βαθύ. Ένας «Ελληνολάτρης», συνεπαρμένος όχι μόνο από την αρχαία Ελλάδα, παρά κι από την Ελλάδα του καιρού του.




Θα `ταν παράλειψη να κλείσουμε το χρονικό μας δίχως ν` αναφερθούμε στο Μεσολόγγι.



Ο ουρανός σμίγει με τους αδικητάδες και στέλνει την άψα του. Ζέχνουνε τα λιγδασμένια κορμιά τους αποφορά. Οι γέροι κοιτάζουνε με περισσότερη σημασία τον Καψάλη, που στέκεται κολόνα. Ξέρουν πως τα πόδια που τα στυλώνει η ανδρεία, τα κάνει να τρέμουν η πείνα. Ο τρόμος είναι μακριά από τούτα τα φαντάσματα Η πείνα όμως είναι μέσα στις κοιλιές τους, οχτρός ανηλέητος!
Ο ένας ακουμπάει στον άλλο. Έτσι είναι ο λαός σα μάχεται. Τ` ανάχωμα κοντοζυγώνει. Ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Δεν παίρνει άλλο. Πρέπει να βγούμε όξω, κι όσοι γλυτώσουν. Τίποτ` άλλο δε χωράει. Μπήκανε τα σχέδια. Μια νύχτα από τούτες.


Και ήρθε η νύχτα η τρομερή! Ο ουρανός σκέπασε με το φριχτότερο σκοτάδι του το ό,τι ήτανε να γενεί. Μόνο οι φλογισμένες μπάλες αυλακώνουνε τον ουρανό. Έτοιμοι! Μπρος-πίσω τα παλικάρια. Στη μέση τα γυναικόπαιδα και οι γέροι. Όσο μπόραγαν! Οι λαβωμένοι ταμπουρώθηκαν στα σπίτια. Ο Καψάλης, κεσέμι στα κούσαλα και στις γυναίκες που `μεναν, έβγαλε τα καπάκια απ` τα μπαρουτοβάρελα. Έτοιμοι! Φιλιούνται και σταυροκοπιούνται. Έτοιμοι! Έτοιμοι!



Μπαταριές από τους πολιορκητάδες για υποδοχή. Το μαντάτο είχε πάει. Γιουρούσι στο γιουρούσι. Πίσω! Ουρλιάζει μια φωνή! Κωλώνουν τα γυναικόπαιδα. Το ποτάμι που ερχόταν πίσω, στομώνει για λίγο. Ξεμπουκώνει πετώντας κορμιά δώθε-κείθε στην τάφρο. 


Εμπρός, οπίσω. Άλλοι εμπρός, άλλοι πίσω, ανάμεσα σε δυο φωτιές. Η γέφυρα σπάει. Ουρλιαχτό σκίζει στήθια κι αυτιά. Όσοι προχωρήσανε τραβούνε μπρος να κόψουνε στη μέση τον εχθρό και να περάσουνε. Όσοι πισωγυρίσανε, γυναίκες το περισσάτερο, μπαίνουν στην πόλη πάλι. Οι άντρες πουλάνε ακριβά τη ζωή τους. Τα σπαθιά στομώνουν. Μακελειό κι αντάρα.


Νύχτα ορόσημο. Βωμός της λευτεριάς ολάκερο το Μεσολόγγι και τα γύρω. Κάστρο γίνηκε το κάθε ρημάδι από τους αρρώστους και τους λαβωμένους. Σωροί των εχθρών τα κορμιά μπροστά τους. Κι ο Καψάλης παρασέρνει αμέτρητους στο θάνατο, μαζί του, βάζοντας φωτιά στα μπαρουτοβάρελα. Η λάμψη σηκώθηκε μεγάλη. Στη Ζάκυνθο, λέει, την είδανε.


Όχι, την είδε ολάκερη η ανθρωπότητα και ταράχτηκε. Και το Μεσολόγγι καταπατήθηκε. Δεν έπεσε όμως. Το πήρανε μαζί τους εκείνοι που γλύτωσαν και πιάσανε τα κορφοβούνια. Έγινε αθάνατο, μαζί με το λαό του. 




Το έπος της πολιορκίας, η έξοδος και τ` ολοκαύτωμα συγκλόνισαν όσο κανένα περιστατικό του αγώνα ως τότε τη διεθνή κοινή γνώμη Θα σταθεί το ξεκίνημα ενός δίχως προηγούμενο φιλελληνικού ρεύματος στην Ευρώπη. Και κάτω από πίεση της κοινή γνώμης, θ` αναγκαστούν κι αυτές ακόμη οι μεγάλες δυνάμεις ν` απαρνηθούν την παθητική και αδιάφορη στάση τους και να δεχτούν ν` αντιμετωπισθεί πάνω σε διεθνή επίπεδα η λύση του ελληνικού ζητήματος.




Εδώ τελειώνει το χρονικό μας. Μακρύς στάθηκε ο δρόμος. Το σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ εκφράζει την ασυμβίβαστη αγωνιστική θέληση της γενιάς του `21.


Το `21 είναι το δεύτερο μεγάλο ιστορικό γεγονός του 19ου αιώνα, μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Πίσω από τους αγωνιστές του `21, η κόλαση της σκλαβιάς. Μπροστά τους η πύρινη τάφρος. Δεν τους απόμενε άλλο, παρά να τη διαβούν. Και τη διαβήκαν.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου