Όταν ήμουνα στη μέση της Α’ Δημοτικού, ο πατέρας μου έμεινε άνεργος και έτσι αποφασίστηκε όλη η οικογένεια να μετακομίσει στο πατρικό σπίτι, στο χωριό. Θα ζούσαμε από τις ελιές και από κάποια μποστάνια. Μας υποδέχτηκαν τα χιόνια -τέλος Φλεβάρη ήταν- κι εγώ έφτιαξα ένα χιονάνθρωπο. Αλλά τα χιόνια γρήγορα λιώσαν… Και οι νέοι συμμαθητές με βλέπανε με δυσπιστία- ο πρωτευουσιάνος!
Έτσι περνούσα τα απογεύματα παίζοντας με τα στρατιωτάκια μου. Είχα την ελπίδα πως το Πάσχα θα κάναμε σύντομο ταξιδάκι στην παλιά μας γειτονιά, αλλά άκουσα τον πατέρα μου να λέει πως την άνοιξη τα μποστάνια θέλουν φροντίδα κι έτσι…
Κι έτσι η ελπίδα έγινε… Ελπίδα -στη διπλανή αυλή εμφανίστηκε ένα αρνάκι. Χαράματα ακούστηκε το κελαριστό «μπεεε…» κι εγώ έτρεξα να χτυπήσω την γειτονική πόρτα. Ο Πασχάλης, που μου άνοιξε, με πέρναγε δυο κεφάλια και δέκα χρόνια. «Έμπα να δεις το μανάρι!» με προσκάλεσε. «Για τη γιορτή μου μας το στείλανε…»
Από τη πρώτη στιγμή που αντίκρισα το ζωντανό, το λάτρεψα. Κι εκείνο με κοίταζε με ένα βλέμμα… Όλο προσμονή! Και το είπα Ελπίδα. Και κάθε μέρα το έπαιρνα να βοσκήσει στα γύρω λιβάδια. Του πέρασα γύρω από το λαιμό και μια πράσινη κορδέλα. «Πιτσιρίκο, στο κούτελο να του ‘βαζες μια κόκκινη πινελιά!» γέλαγε ο Πασχάλης. Μα εγώ προτιμούσα το πράσινο χρώμα. Το χρώμα της ελπίδας είχα ακούσει πως ήταν.
Και -Μεγάλη Εβδομάδα πια- ζήτησα από τη μητέρα μου να βάψει όχι μόνο κόκκινα τα αβγά, αλλά και πράσινα. Τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωσε η μητέρα και κουλούρια. Και το επόμενο πρωί -Μεγάλη Παρασκευή- πήρα ένα για να το δώσω στην Ελπίδα. Στη γειτονική αυλή, κάτι -μα τι ήταν αυτό;- κρεμότανε από ένα κλαρί. Ολόγυρα μύγες πετούσαν. Στο χώμα, κόκκινες κηλίδες και τούφες ολόλευκες… «Έλα μεθαύριο, το Πάσχα που γιορτάζω… Θα βοηθήσεις κι εσύ στο ψήσιμο; Έτσι δεν είναι;» μου είπε ο Πασχάλης καθώς έβγαζε από πάνω του μια ματωμένη ποδιά.
Λοιπόν… Έχουν από τότε περάσει χρόνια. Πολλά. Η αγαπημένη μου γιορτή -το δηλώνω, από τότε- είναι τα Χριστούγεννα.