Η Μαριγώ και το σταμνί της
(η γαλατού)
Η Μαριγώ περπατούσε γοργά κουβαλώντας πάνω στο κεφάλι της μια στάμνα γεμάτη γάλα. Περπατούσε και τραγουδούσε χαρούμενη.
Η πολιτεία δεν ήταν μακριά και η μικρή σκεφτόταν ότι σε λίγο θα πουλούσε το φρέσκο γάλα της.
«Με τα λεφτά που θα πάρω πουλώντας το γάλα, θ’ αγοράσω καμιά εκατοστή αυγά!» έλεγε μέσα της.
«Τα αυγά με τη βοήθεια της κλώσσας θα σκάσουν κάποιο πρωί κι ένα σωρό πουλάκια θα ξεπηδήσουν από μέσα… Αχ! τι όμορφα που θα είναι τα κοτοπουλάκια! Και τι ωραία να τα βλέπεις να γυρνάνε γύρω από το κοτέτσι!».
«Κλο, κλο, κλο, θα λέει η κλώσσα. Ελάτε, μικρά μου. Να εδώ έχει σπυράκια ρυζιού».
Και τα κοτοπουλάκια θα λένε:
«Πίο, πίο, πίο. Δώσε μας, μανούλα. Δώσε μας!».
Καλέ τι ωραία που είναι να πλάθεις όνειρα το δροσερό αυτό πρωινό! Η Μαριγούλα γινόταν όλο και πιο χαρούμενη και έλεγε:
«Τα πουλάκια θα μεγαλώσουν γρήγορα και με λίγα έξοδα. Το κοτέτσι μου θα γεμίσει κότες. Εμείς που μένουμε στην εξοχή μεγαλώνουμε πολύ γρήγορα τις κότες και χωρίς μεγάλους κόπους. Αλλά αν έλθει η αλεπού; Α, την πονήρω! Τίποτα δεν θα μπορέσει να τους κάνει, γιατί θα τις προσέχω τις κότες μου εγώ. Και μια μέρα θα πουλήσω τις πιο παχουλές και θ’ αγοράσω ένα γουρουνάκι, αφού το διαλέξω να είναι όμορφο».
Νόμιζε κανείς ότι το έβλεπε μπροστά της. Ρόδινο, χαριτωμένο, με τη στριφτή ουρίτσα του. θα γρύλλιζε αστεία «γκρουν γκρουν» και θα κυλιόταν στα άχυρα, σε μια γωνιά του στάβλου.
«Πάει, το αποφάσισα», σιγοτραγουδούσε η Μαριγούλα. «Θ’ αγοράσω το παχουλό γουρουνάκι και θα το τρέφω με βελανίδια και πίτουρα. Έτσι θα παχύνει πολύ. Τότε θα το κουβαλήσω στην αγορά πάνω στο κάρο που έχουμε για τα λαχανικά. Όλοι θα το καμαρώνουν. Έπειτα θα μου ζητάνε πολλά λεφτά για να το αγοράσουν, μα εγώ θα το πουλήσω μόνο σ’ εκείνον που θα μου δώσει ένα σακουλάκι ασημένια φράγκα. Μ’ αυτά τα λεφτά στην τσέπη μου θα με περνάνε όλοι για μεγάλη κυρία! Θα πάω στα μαγαζιά και θα ξοδέψω πολλά για ν’ αγοράσω ωραία φουστάνια».
Η Μαριγώ είχε σταματήσει λιγάκι το βήμα της, χωρίς να το καταλάβει, και η ανάλαφρη φούστα της ανέμιζε στον αέρα.
«Τι ν’ αγοράσω;» έλεγε. «Τι ν’ αγοράσω, Θεέ μου; Πρέπει να προσέξω να μη με κοροϊδέψουν. Δεν είναι και τόσο εύκολο να ξοδεύεις τα λεφτά σου».
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε ένα δυνατό μούγκρισμα. Γύρισε και είδε μια γελάδα που έβοσκε στο λιβάδι και, καθώς ήταν ενθουσιασμένη με τα όνειρά της, συνέχισε:
«Να!» φώναξε γελαστή. «Τώρα σκέφτηκα τι να πάρω άμα πουλήσω το γουρούνι. Θ’ αγοράσω μια γελάδα. Ναι, μια όμορφη γελάδα που να μου δίνει μπόλικο γάλα. Δεν φτάνει όμως μια γελάδα. Πρέπει να πάρω κι ένα βόδι. Έχω να δώσω λόγο σε κανέναν; Δικά μου θα είναι τα λεφτά. Θα βάλω λοιπόν τη γελάδα και το βόδι στον στάβλο και θα τα βγάζω να βόσκουν στο γειτονικό λιβάδι. Η γελάδα θα πηγαίνει αργά αργά βόσκοντας το χορτάρι που φυτρώνει στο χαντάκι. Και το βόδι… Αχ, τι όμορφα που θα είναι…».
Η Μαριγούλα, που ήταν τόσο πολύ ενθουσιασμένη με τα όνειρά της, χοροπήδησε και σκόνταψε σε μια πέτρα που βρέθηκε στα πόδια της χωρίς να τη δει. Η στάμνα που κρατούσε της ξέφυγε από τα χέρια, έπεσε και γίνηκε χίλια κομματάκια. Το γάλα χύθηκε όλο και σε μια στιγμή έγινε ένας μεγάλος άσπρος λεκές επάνω στη γη.
Γεια σου, βόδι αγαπημένο, που βόσκεις στο λιβάδι.
Γεια σου, αγελάδα μου καλή, με το άφθονο γάλα.
Γεια σου, γουρουνάκι παχουλό, με το νόστιμο κρέας.
Γεια σας, κοτούλες, καμάρι του σπιτιού.
Γεια σας, κοτοπουλάκι, τρισχαριτωμένα.
Γεια σας, αυγά.
Η Μαριγούλα έκλαιγε απαρηγόρητα και αναστενάζοντας έλεγε:
«Φτωχό μου σταμνάκι… Μαζί με το γάλα έχασα όλα μου τα όνειρα. Τι θα πουν τώρα στο κτήμα, όταν γυρίσω με άδεια χέρια;».
Είχε και μια τρομάρα μήπως τη μαλώσουν και τη δείρουν. Μα, ευτυχώς, όλοι γέλασαν σαν άκουσαν την ιστορία της.
Το αφεντικό της μάλιστα της είπε:
«Δεν πειράζει, καλό μου κοριτσάκι. Όλοι μας ονειρευόμαστε με ανοιχτά τα μάτια. Μόνο πρόσεχε μην το κάνεις πολύ συχνά, γιατί το ξύπνημα είναι πολύ άσχημο!».
Μύθος του Αισώπου
Ο κόσμος των παραμυθιών (τόμος 3), Εκδοτικός Οργανισμός Χρυσός Τύπος Α.Ε.
…
Είχα κάνει και το παρακάτω βίντεο
Από το Blog :
Από το Blog :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου