Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

"Κι όμως... η ελπίδα δεν χάθηκε!"

"Κι όμως... η ελπίδα δεν χάθηκε!"

…………………………………………………………………………     

     Κανείς μα κανείς δεν την ήξερε! Περπατούσε αμίλητη πάνω κάτω έχοντας το κεφάλι σκυμμένο στο χώμα λες και μετρούσε κάθε της βήμα! Τα ρούχα της , σκονισμένα και φθαρμένα από το χρόνο και την ταλαιπωρία, έμοιαζαν με εκείνα του σκιάχτρου που είχε βάλει ο παππούς μου στο αμπέλι.      

     Ο αέρας και η βροχή τα είχαν ρημάξει. Δεν ξέρω αν τρόμαζε πια κανένα πουλί…Τα πουλιά στο αμπέλι του παππού μου έκαναν μάλλον γιορτή και σήμερα όπως και κάθε μέρα! Ορμούσαν ελεύθερα πάνω στις ρόγες και γω το πρωί γελούσα όταν έβλεπα τον παππού να τα διώχνει με την μαγκούρα φωνάζοντας ακατονόμαστες λέξεις και φράσεις . Η γιαγιά έτρεχε να τον μαζέψει φωνάζοντας: Ακούει και το παιδί! Ξεμωράθηκες;Ούτε φράχτης ούτε φόβος για τα πουλάκια!      

     Σε εκείνη όμως διέκρινα και τα δύο. Πίσω από το φράκτη, καθώς την κοιτούσα να περπατά στις λάσπες, ο φόβος στα μάτια της ήταν εκείνος που μου προκάλεσε εντύπωση. Πήγα μετά από το σχολείο, και στάθηκα εκεί για κάμποσα λεπτά πριν πάω στο σπίτι. Η μαμά δεν ανησυχούσε όταν αργούσα. Ήξερε ότι μου άρεσε να στέκομαι στην πλατεία και να βλέπω τους ηλικιωμένους να παίζουν πρέφα κάτω από τα δέντρα. Μου άρεσε επίσης να χαζεύω… γενικά!     

     Η μητέρα μου είναι μανιακή με τη λάτρα του σπιτιού. «Καλονοικοκυρά» τη λέει η γιαγιά. Τα ρούχα και το σπίτι μοσχοβολάνε! Τα φαγητά και τα γλυκά της είναι πεντανόστιμα! Δε σταματά να πλέκει και να κεντάει εργόχειρα τα οποία και ο μπαμπάς πουλάει τα καλοκαίρια στους τουρίστες. Ο μπαμπάς έχει ένα όμορφο μαγαζί στην παραλία που η μαμά κάθε τόσο πηγαίνει και το συμμαζεύει. Εκεί τοποθετεί και τα τραπεζομάντηλα, τις κουβέρτες, τις τσάντες τα σεμέν και ότι άλλο έχει κάνει με τα χεράκια της. Σε ένα ράφι του μαγαζιού βάζει και τα βαζάκια της με τις σπιτικές μαρμελάδες της. Βαζάκια μοναδικά με ζωγραφιές και κεντήματα στα καπάκια τους.     

     Η καθαριότητα και το να είσαι τακτικός είναι τρόπος ζωής για τη μαμά μου. Έγινε τρόπος ζωής και για μας. Όταν όμως δεν έχεις σπίτι παρά μόνο μία άθλια σκηνή στημένη πάνω σε σάπιες από το νερό, παλέτες… Όταν δεν υπάρχει ζεστό νερό να πλυθείς… Όταν δεν υπάρχει χώρος να τοποθετήσεις τα λιγοστά υπάρχοντά σου… Όταν δεν υπάρχει γαλήνη να αναπολήσεις όμορφες στιγμές… Όταν δεν υπάρχει ηρεμία στην ψυχή να ονειρευτείς…     

     Ποτέ δεν έτρωγα όλο το κολατσιό μου! Για αυτό ίσως με φωνάζουν και «τσίχλα» οι φίλοι μου! Πιο πολύ γυρίζω στο όνομα του πουλιού αυτού παρά όταν με φωνάζουν με το δικό μου! Μου αρέσει να το μοιράζομαι το φαγητό μου! Όσο δεν θέλωάλλο, το κόβω και το δίνω στους φίλους μου. Και εκείνοι χαίρονται και εγώ χορταίνω όταν τους βλέπω να το καταβροχθίζουν. Οι πίτες της μαμάς κάνουν πάντα θραύση! Σήμερα μου έμεινε ένα ολόκληρο κομμάτι. Πήγαμε εκδρομή στο παρκάκι και με το παιχνίδι ξεχάστηκα! Σχολάσαμε και νωρίτερα. Έτσι πήρα το δρόμο για το γνωστό μέρος.     

     Ο φράχτης μου προκαλεί σφίξιμο στην καρδιά. Ποτέ μου δε φυλάκισα κανένα ζωάκι όπως κατά καιρούς κάνει ο Τάσος με τις πεταλούδες και τα τζιτζίκια. Όταν μου φέρνει μία πεταλούδα μέσα σε ένα βάζο, βάζω τον εαυτό μου στη θέση της και ομολογώ πως μου κόβεται η ανάσα. Πώς γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι εδώ, πίσω από αυτούς τους φράχτες; Πώς γίνεται να ζουν περιορισμένοι σε μία έκταση, σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες; Ο ουρανός ανήκει σε όλα τα πτηνά, σε όλα τα ζώα σε όλους τους ανθρώπους… Η γη; Η γη δεν ανήκει σε όλους μας; Στο παρκάκι που πήγαμε εκδρομή εμείς σήμερα, χθες πήγαν τα παιδιά του νηπιαγωγείου. Εκεί πηγαίνουμε μερικές φορές το απόγευμα και παίζουμε. Σε ποιον ανήκει το παρκάκι αν δεν είναι όλων μας; «Υπάρχουν πράγματα που δεν είναι για παιδιά» μου λέει μερικές φορές η γιαγιά χωρίς να μου εξηγεί τι σημαίνει και τι εννοεί. Ίσως και οι απορίες μου να μην είναι για παιδιά και για αυτό δεν μπορώ να καταλάβω. Ίσως…     

     Μετά από λίγα λεπτά και αφού τα χέρια μου κοκκίνισαν από το να κρατάω το σίδερο του φράχτη, την είδα να βγαίνει από τη σκηνή. Σήκωσε το κεφάλι για να τινάξει τα ρούχα της και να φτιάξει το μαύρο της φουλάρι – έτσι νομίζω το λένε- στο κεφάλι της. Μπορούσα να δω μόνο τα μάτια της. Δύο κατάμαυρα μάτια που όταν στράφηκαν προς το μέρος μου με έκαναν να ντραπώ για την αδιακρισία μου και ένιωσα άβολα.     

     Σήμερα ένιωσα πως μου χαμογέλασε και ας μην το έβλεπα. Με χαιρέτησε με ένα νεύμα των ματιών της και της το ανταπέδωσα. Με αργά βήματα άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Μου κόπηκαν τα πόδια αλλά έμεινα ακλόνητος στη θέση μου για να μην καταλάβει κάτι. Η απόσταση μεταξύ των ανθρώπων συνήθως δημιουργείτε όταν καταλαβαίνεις πως τα «χνώτα σας δεν ταιριάζουν, βρε αδερφέ» όπως λέει ο μπαμπάς. Τότε καλό είναι να κρατάς μία απόσταση από τον άλλον. Ένα καλημέρα αρκεί. Δεν μπορούσα να πω στην γλώσσα της «καλημέρα». Τα αγγλικά τα σταμάτησα γιατί δε μου άρεσαν… Δεν πειράζει να μην ξέρεις άλλη γλώσσα εκτός από αυτή που μιλούν οι δικοί σου. Υπάρχουν τρόποι να συνεννοηθούν οι άνθρωποι άμα θέλουν. Με νοήματα, γκριμάτσες, κραυγές… Θα βρεις τρόπο. Όταν την απόσταση τη δημιουργεί το ψυχρό ατσάλι, τι τρόπο να βρεις; Μπορείς να φυλακίσεις την αγωνία του άλλου; Την ελπίδα; Την ανάγκη να βρεθεί μακριά από τον πόλεμο; Και αν θες να τον βοηθήσεις τι κάνεις; Τον βάζεις μέσα σε ένα κλουβί φτιαγμένο με συρματόπλεγμα; Τον ελεημονείς δίνοντάς του και μια ξεθωριασμένη σκηνή που χάσκει από παντού; Του πετάς ρούχα στο κέντρο του κλουβιού για να τρέξει ανάμεσα σε εκατοντάδες να αρπάξει ένα ζευγάρι παπούτσια; Τον βάζεις στην ουρά για ένα πιάτο φαΐ; Τι κάνεις να απαλύνεις τους φόβους του; Τι του δίνεις για να σβήσεις την αγωνία του, τη μοναξιά του… Πώς τον βοηθάς να ξεπεράσει μια απώλεια αγαπημένου του προσώπου…     

     Ο κόσμος των μεγάλων μου φαίνεται ακατανόητος. Ακατανόητος και δύσκολος. Δύσκολα ξυπνά κάθε πρωί ο μπαμπάς και η μαμά για να βγάλουν το μεροκάματο της ημέρας. Δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά. Αλλιώς φαγητό στην κατσαρόλα δεν μπαίνει όπως μου λένε. Όπως δύσκολα τα βγάζουν πέρα τόσο εύκολα τους βλέπω να χαμογελάνε όταν κοιτούν ο ένας τον άλλον, όταν οι πωλήσεις στο μαγαζί πάνε καλά, όταν διασκεδάζουν με τους φίλους στα σπίτια, όταν πηγαίνουμε για μπάνιο στη θάλασσα, όταν τρώμε όλοι μαζί τα σαββατοκύριακα στη αυλή κάτω από την γέρικη ελιά , σαν μια μεγάλη οικογένεια. Απλά πράγματα, καθημερινά. Αυτά κάνουν το πρόσωπό τους να λάμπει από ευτυχία. Αφήσαμε τα απλά πράγματα στην άκρη και κάναμε τη ζωή μας δύσκολη… Δεν καταλαβαίνω πως μπορώ να γελάω όταν κάποιος άλλος μοιρολογά για το χαμένο του παιδί που το πήρε στα βάθη της η φουρτουνιασμένη θάλασσα… Το έζησα στην παραλία της προάλες. Κανείς δε μου είχε πει πως η παραλία αυτή, εκεί που έπαιζα αμέριμνος το προηγούμενο καλοκαίρι, θα γινόταν κολαστήριο ψυχών ή …καταφύγιο απελπισμένων. Ποτέ τελικά δεν ξέρεις τι σημαίνει ένας τόπος για κάθε άνθρωπο.           

     Πιο πέρα απλωνόταν τα βράχια . Οι παλιότεροι για αυτό το μέρος, έλεγαν μια ιστορία για ένα πειρατικό καράβι. Οι πειρατές αφού έκαψαν και λεηλάτησαν ότι βρήκαν στη Χώρα , ήπιαν μέχρι σκασμού και ο καπετάνιος μεθυσμένος , οδήγησε το καράβι πάνω στα βράχια όπου και τσακίστηκε. Το κουφάρι του πλοίου με τον καιρό χάθηκε. Δεν έμεινε τίποτα για να θυμίζει και να επαληθεύει την ιστορία των πειρατών. Τώρα εκεί υπάρχουν κουφάρια ανθρώπων που με το βλέμμα κενό αγναντεύουν τη θάλασσα και περιμένουν …     

     Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλα το αλουμινόχαρτο από την θήκη της τσάντας μου και της το πρόσφερα. Η σπανακόπιτα της μητέρας μου ήταν εκεί όπως μου την έδωσε το πρωί. Σε λίγο θα ήμουν στο σπίτι μου και θα έτρωγα μαζί με τους γονείς μου. Δεν το είχα ανάγκη. Εκείνη διστακτικά πέρασε το χέρι της μέσα από το φράχτη και το πήρε. Άνοιξε αργά αργά το αλουμινόχαρτο και φάνηκε η πίτα. Την έφερε κοντά στη μύτη και έπειτα με κοίταξε με ενθουσιασμό. Είναι περίεργο το πώς οι μνήμες συνδέονται με απλά πράγματα, καθημερινά. Η μυρωδιά από το σπανάκι, το κρεμμύδι, το τυρί. Δάγκωσε και έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι. Ένιωσα την απόλαυση στον ουρανίσκο της. Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο χορτάτος! Τι θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς γεύση και μυρωδιές; Τι θα ήταν ο άνθρωπος χωρίς συναισθήματα;     

     Ακόμα και τώρα έχω στο μυαλό μου την χαρά που ένιωσα όταν με ευχαρίστησε με μία μικρή υπόκλιση και με το κλείσιμο των ματιών της. Έφτασα στο σπίτι πετώντας σχεδόν! Κάθισα και διάβασα για την θρησκεία της και τις συνήθειές της. Για να μην τη φέρω σε δύσκολη θέση, ρωτούσα τα συστατικά από τα κουλουράκια, τις πίτες, τα κρύα σάντουιτς και μετά το σχολείο, όταν μπορούσα, περνούσα έξω από το φράχτη και περίμενα να φανεί.     Ο καιρός έχει φτιάξει αρκετά. Ο ήλιος ζεσταίνει τη γη και που και που ένα απαλό αεράκι φυσάει τόσο ώστε να δροσίζει τον τόπο. Το ράγισμα στο πόδι με κράτησε μακριά από το σχολείο, το παιχνίδι και τις επισκέψεις μου στο φράκτη. Τα νέα τα μάθαινα από τον πατέρα. «Σώσαμε πέντε σήμερα. Μα πως αντέχει η καρδιά τους να τους στοιβάζουν σε αυτά τα πλεούμενα φέρετρα… Δε το χωρά ο νους μου!». Πίσω από το φράχτη τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Ο ήλιος μπορεί να στέγνωσε το χώμα μα ο χώρος γέμισε και άλλες σκηνές και άλλες ψυχές. Είμαι πια σίγουρος τι θα κάνω όταν μεγαλώσω!     Κατάφερα να πετάξω τις πατερίτσες. Το πόδι μου είναι καλύτερα. Με το αμάξι ο πατέρας με πήγε να βγάλω τον γύψο. Η φαγούρα με έχει τρελάνει!Με το αμάξι με πήγε στο σχολείο και με το αμάξι με γύρισε. Η επιθυμία μου να γυρίσω μόνος… ξέρετε γιατί… πήγε στράφι.     

     Σήμερα βρήκα χρόνο και πήγα. Στάθηκα αρκετή ώρα κάτω από τον καυτό ήλιο και έβαλα την παλάμη πάνω από τα μάτια για να μπορέσω να δω. Νόμιζα πως έπαθα ηλίαση αλλά είχα κάνει λάθος. Εκείνη ερχόταν κοντά μου έχοντας κάτω από τα χέρια της δύο μικρά βρώμικα αγοράκια. Η μάνα που κρύβει στις φτερούγες της τα μικρά της… Με κούνημα του κεφαλιού στα αριστερά μου έδειξε πρώτα το μικρότερο και μετά μου έδειξε το μεγαλύτερο. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Αυτή ήταν η αγωνία της λοιπόν. Να πάρει κοντά της τα παιδιά της. Να που έγινε πραγματικότητα. 

    Μίλησα για εκείνη και τα παιδιά της χθες στους γονείς μου , εκεί στο τραπέζι κάτω από τη γέρικη ελιά. Η μητέρα γύρισε και κοίταξε τον πατέρα στα μάτια. Κοιμήθηκα το βράδυ πιστεύοντας πως όλα στη ζωή είναι δυνατό να συμβούν αρκεί να ελπίζεις και να προσμένεις καρτερικά. «Με επιμονή και υπομονή , τα πάντα κατορθώνεις» μου έλεγε ο παππούς όταν μου μάθαινε να ψαρεύω.                                  

     Το αγροτικό του πατέρα σήκωσε για άλλη μία φορά ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης καθώς έστριβε το δρόμο για να παρκάρει έξω από την αυλόπορτα. Η μητέρα ήταν ήδη στην είσοδο του σπιτιού και σκούπιζε τα βρεγμένα χέρια της πάνω στην ποδιά της. Όταν το σύννεφο σκόνης κάθισε στη γη διέκρινα τρεις σιλουέτες πίσω στην καρότσα. Άρχισα να χοροπηδάω και γελάω δυνατά! Αυτή η μέρα θα μου μείνει αξέχαστη!   Το καμαράκι μοσχομύριζε μπογιά. Τα βαμμένα με λούστρο κρεβάτια τοποθετήθηκαν στη θέση τους και η μητέρα έφερε μία ντάνα σεντόνια και μαξιλάρια και τα έβαλε μέσα στην παλιά ντουλάπα της γιαγιάς. Δεν περίμενα να γίνει ο χώρος τόσο όμορφος! Τα μικρά έτρεχαν γύρω από την ελιά κυνηγώντας τον Ράφ που και κείνος με τη σειρά του γάβγιζε, σταματούσε απότομα , έδινε ένα πήδο και έτρεχε.Η μητέρα και η γιαγιά είχαν μια πολύ καλή βοηθό! Μια ακούραστη και χαμογελαστή βοηθό, πρόθυμη να ανταποδώσει .     

     Το απόγευμα με τα μικρά την είδα να βγαίνει από το σπίτι. Μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Η μητέρα με ένα κλείσιμο των ματιών μου έδωσε την άδεια που ήθελα. Κατεβήκαμε στην παραλία εκεί που φτάνουν οι απελπισμένοι της γης. Τόσο εκείνη όσο και τα μικρά άρχισαν να ψάχνουν στην παραλία πότε στην άμμο και πότε στα βότσαλα. Συχνά έπρεπε να σηκώσουν τις σχισμένες λέμβους που ακόμα κείτονταν στην παραλία. Σε λίγο άκουσα να μιλάνε δυνατά στη γλώσσα τους. Ένιωσα πως αυτό που έψαχναν το βρήκαν. Τους είδα να με πλησιάζουν. Εκείνη κάτι κρατούσε μέσα στην χούφτα της. Μόλις με πλησίασε γονάτισε μπροστά μου. Τα έχασα. Ντράπηκα… Έφερε την χούφτα της μπροστά και την άνοιξε. Μέσα είχε ένα μενταγιόν. Ένα χρυσό μενταγιόν σε σχήμα καρδιάς. Πάνω στη χρυσή καρδιά ήταν μία άλλη, μια μικρή κόκκινη , διάφανη σχεδόν, που γυάλιζε κάτω από το φως του ήλου. Σήκωσε τη χούφτα της σαν να μου έκανε νόημα να την πάρω. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Δάκρυα γέμισαν και τα δικά μου μάτια. Πήρα το μενταγιόν και έβγαλα το μικρό σουγιαδάκι που κουβαλούσα στην τσέπη μου. Έβαλα τη μύτη του προσεχτικά κάτω από την κόκκινη καρδιά. Με απλές κινήσεις κατάφερα να την ξεκολλήσω. Πέρασα το χρυσό μενταγιόν στο λαιμό της και κράτησα σφιχτά στα χέρια μου την καρδιά. Την κόκκινη καρδιά που θα μου θυμίζει πάντα την περιπέτειά τους . Θα μου θυμίζει πάντα το πώς θα πρέπει να είμαι άνθρωπος.

…………………………………………………………

Κι όμως… η ελπίδα δεν χάθηκε! 

Δεν χάθηκε για εκείνη και τα παιδιά της που τώρα βρίσκονται στη Γερμανία. Κάθισαν κοντά μας περίπου δύο χρόνια και την ώρα του αποχωρισμού όλοι λυγίσαμε στο σπίτι. Το ημερολόγιό μου το έχω πάντα μαζί μου. Μου κρατά συντροφιά σε αυτό το μέρος . Είναι δύσκολο να μην έχεις γάζες, ορούς … για να βοηθήσεις όλους αυτούς που έρχονται και σε κοιτούν με αγωνία. Ναι. Το όνειρό μου το πραγματοποίησα. Έγινα γιατρός και τώρα εθελοντικά βρίσκομαι σε ένα μέρος όπου οι βόμβες και οι ριπές των όπλων δεν τραυματίζουν κορμιά. Αξιοπρέπειες τραυματίζουν. Η ελπίδα δε θα χαθεί. Η ανθρωπιά θα νικήσει.

Γ.Κοκκινάκη





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου